- δυσφημεῖς
- δυσφημέωuse ill wordspres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσφημώ — (AM δυσφημῶ, έω) κακολογώ, διαδίδω πληροφορίες, συνήθως ανυπόστατες, με σκοπό να βλάψω την υπόληψη κάποιου («τὶ μὲ δυσφημεῑς», Ευρ. Εκ.) αρχ. λέω κακές λέξεις, δυσοίωνες, απαίσιες («δυσφημοῡσα τὸν θεὸν καλεῑ», Αισχ.) … Dictionary of Greek